- ἐπικέρδεια
- ἐπι-κέρδεια, ἡ, der Gewinn, bes. von verkaufter Ware
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικέρδεια — ἐπικέρδεια, ἡ (AM) 1. το κέρδος που αποκτάται από εργασία, κυρίως εμπορική 2. το επί πλέον κέρδος … Dictionary of Greek
ἐπικερδείας — ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem acc pl ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)